Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Ένα βιβλίο με πολύ σκληρές αλήθειες



Δ.Κωνσταντακόπουλος, «Η Κύπρος στο στόχαστρο - Γιατί θέλουν μια Κύπρο χωρίς Έλληνες»

Η Κύπρος, το φετινό θέρος, έφθασε ένα βήμα πριν από τον γκρεμό της αυτοκτονίας. Στο Κραν Μοντανά βιώσαμε την κορύφωση ενός δράματος που είχε ταυτόχρονα και χαρακτηριστικά παρωδίας. Τελικώς, η αυτοχειρία αποφεύχθηκε, όχι λόγω της ξαφνικής φώτισης του ιδανικού αυτόχειρα, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά εξαιτίας του πείσματος του σουλτάνου της Αγκύρας να μην αποδεχθεί τον νέο σχεδιασμό της ανατολικής Μεσογείου, και στην κόντρα του με το Ισραήλ. Γιατί πίσω από την κατάρρευση των συνομιλιών υποκρύπτεται η σκληρή αντιπαράθεση συμφερόντων των κεντρικών και περιφερειακών δυνάμεων, και όχι η διάθεση ενός έθνους να μείνει ζωντανό. Όλο αυτό το διάστημα, έγινε εμφανέστερη η θλιβερή αδυναμία να αρθρωθεί ένας συγκροτημένος αντίλογος απέναντι στις έξωθεν πιέσεις. Αντιθέτως, καταρρίφθηκαν και τα όποια ταμπού είχαν απομείνει: εκ περιτροπής προεδρία, τουρκικό βέτο σε όλες τις αποφάσεις του νέου κράτους, νομιμοποίηση όλων των εποίκων, σκανδαλώδης ευνοϊκή μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων, Τούρκοι «χωροφυλάκοι» στο διηνεκές...
Παρ’ όλα, όμως, τα όσα εξωφρενικά συνέβησαν, οι Έλληνες της Κύπρου φάνηκε να σαν παρέμειναν σε κατάσταση αταραξίας, σαν να μην αφορούσαν τους ίδιους, τα παιδιά τους και τις μελλούμενες γενιές. Λίγοι οι άνθρωποι στο νησί και στην Ελλάδα που σάλπισαν συναγερμό για την πορεία των εξελίξεων. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, ο οποίος πριν ακόμη πέσει η αυλαία στο ελβετικό θέρετρο, εξέδωσε το βιβλίο του «Η Κύπρος στο στόχαστρο», εκδόσεις «Ινφογνώμων». Θυμίζουμε ότι και στην εποχή του σχεδίου Ανάν το 2004, ο Δ.Κ. είχε παρέμβει ενεργητικά στα πράγματα με το βιβλίο του «Η αρπαγή της Κύπρου». Να σημειωθεί ότι στο νέο του βιβλίο συμπεριλαμβάνονται κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη, του συνταγματολόγου Γεωργίου Κασιμάτη και του πρώην διπλωμάτη Θέμου Στοφορόπουλου, που όλοι τους καταγγέλλουν την επαναφορά ενός τρισχειρότερου σχεδίου Ανάν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Δ.Κ. έχει το χάρισμα της γραφής, όπως άλλωστε και του λόγου για όσους τον έχουν ακούσει. Επίσης, είναι από τους καλύτερους γνώστες του Κυπριακού, αλλά και του παγκόσμιου αντιαποικιακού και απελευθερωτικού κινήματος∙ συνδυασμός που πλέον δεν συναντάται συχνά. Οι ιδέες που υποστηρίζει είναι διατυπωμένες με ιδιαίτερη ζωντάνια και γλαφυρότητα. Το κυριότερο είναι όμως η ουσία τους. Κι εκεί οφείλουμε να δώσουμε προσοχή, έστω και αν υπάρχουν σημεία που διαφωνούμε μαζί του. Γιατί μιλά για πράγματα τα οποία είτε έχουμε ξεχάσει είτε θέλουμε να ξεχάσουμε και διαβάζοντάς τα αναγκαζόμαστε να τα σκεφθούμε όλα πάλι από την αρχή, μακριά από τις βαρετές κοινοτοπίες που έχουν επικρατήσει στο δημόσιο λόγο.

Ο Δ.Κ. δεν «κρύβει λόγια», γίνεται καυστικός και αιχμηρός. Εξ αρχής ξεκαθαρίζει ότι επιδιώκει να γκρεμίσει «το βουνό από ψέματα και απάτες που προηγείται πάντα από ένα μεγάλο έγκλημα» (σελ. 24), δηλαδή το ξεπούλημα της Κύπρου. Καταφέρεται εναντίον ενός συστήματος το οποίο τροφοδοτεί τους πολίτες με ψεύδη κατά κόρον, με σκοπό την παραπλάνηση και την επίτευξη του στόχου, που έχουν άλλοι θέσει γι αυτούς. Κι αν υπάρχει περιθώριο σωτηρίας, αυτό δεν βρίσκεται σε κάποιον Μεσσία, «Λεωνίδα» ή «από μηχανής Θεό». Αν δεν κινητοποιηθούν οι ίδιοι οι πολίτες, το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο. «Η χώρα, και η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος, αν είναι να σωθούν, χρειάζονται απελπιστικά πολίτες με κριτική ικανότητα, που καταλαβαίνουν και ενεργούν με το δικό τους μυαλό και τη δική τους βούληση» (σελ. 26). Ο Δ.Κ. είναι δικαίως εξοργισμένος με τις ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο. Όσα συμβαίνουν, ειδικά τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν ότι αυτοί που, υποτίθεται, επωμίζονται το καθήκον της προάσπισης των συμφερόντων και της κυριαρχίας του έθνους, ετεροπροσδιορίζονται και κινούνται με βάση αλλότρια προς την αποστολή τους κίνητρα. Ο συγγραφέας φθάνει στο σημείο να θεωρεί ότι τα μέλη της πολιτικής, οικονομικής και δημοσιογραφικής ελίτ έχουν μετατραπεί στο βασικό εχθρό του ελληνισμού, «πολύ πιο επικίνδυνο και από τις ‘‘Αγορές’’ και από τον ‘‘δυτικό ιμπεριαλισμό’’ και από την Τουρκία»(σελ. 25). Συγκεκριμένα για την Κύπρο αναφέρεται στην ‘‘αφωνία’’ του νησιού, την πλήρη και διαχρονική ανικανότητα ή απροθυμία του κυπριακού πολιτικού προσωπικού να υπερασπιστεί, εσωτερικά και διεθνώς, τη Δημοκρατία. Και συνεχίζει ότι «μπορεί να μην επιδιώκουν όλοι οι Κύπριοι πολιτικοί την κατάλυση του κράτους τους, αλλά κι αυτοί που δεν τη θέλουν, ελπίζουν συχνά ότι θα το σώσουν με κόλπα και τεχνάσματα και ακατανόητους για όλο τον κόσμο νομικισμούς και βυζαντινισμού».(σελ. 30)
Ο συγγραφέας δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Σημειώνει ότι στα πιο κορυφαία ζητήματα, που αφορούν την ίδια την επιβίωση του κράτους, του λαού και του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως είναι αυτά που διακυβεύονται σήμερα στην Κύπρο, το να «είναι κάποιος Πρόεδρος ή Πρωθυπουργός μιας χώρας, δεν σημαίνει ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και να αποφασίζει μόνος του για όλες τις κρατικές υποθέσεις, χωρίς να ρωτάει κανέναν, χωρίς να δίνει εξηγήσεις, χωρίς να υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας και σκοπιμότητας των ενεργειών του» (σελ. 48). Και ούτε βεβαίως, να βεβαιώνει τον λαό ότι δεν θα φέρει νέο σχέδιο Ανάν, που το είχε καταψηφίσει ο λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία, και τελικώς να κάνει αυτό ακριβώς. Ή να συναινεί στην πραγματοποίηση μιας «πενταμερούς», που απέρριπταν όλοι έως τώρα –είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο που περιγράφει ο Δ.Κ. στο Μπούρκεστοκ με τον Π. Μολυβιάτη που έκανε «Τούρκο» τον Σολάνα. Ή να επιμένει ότι δεν ισχύουν οι παραχωρήσεις (ποιες ακριβώς άραγε;) γιατί δεν υπήρξε τελική συμφωνία, και όλοι να λένε ότι η αφετηρία για τον νέο γύρο των συνομιλιών θα είναι ακριβώς αυτά που κατατέθηκαν με αφροσύνη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο ελβετικό θέρετρο. Ή, θα συμπληρώναμε εμείς με τα νέα δεδομένα, αντί να ενημερώνει για το τι πραγματικά διημείφθη πίσω από τις κλειστές πόρτες τα κόμματα και τον κυπριακό λαό, να στέλνει ραβασάκια και απόρρητα έγγραφα σε λίγους εκλεκτούς. Αυτό πλέον καταντά παρωδία και της δημοκρατίας.
Από τα πυρά του Δ.Κ. δεν ξεφεύγει και η αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση της Κύπρου, που πλειοδοτεί στην υπεράσπιση ξενόφερτων σχεδίων, όπως της περίφημης κας Νούλαντ. Όπως γράφει πολύ παραστατικά «η ‘‘Χαραυγή’’ αποκαλύπτει τα εγκλήματα των Αμερικανών και των Άγγλων σε όλη την υφήλιο, όταν όμως φτάνει στο Κυπριακό ταυτίζεται ξαφνικά με την πολιτική του ‘‘αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού’’. «Φαίνεται», λέει ο συγγραφέας, «ότι Άγγλοι και Αμερικανοί είναι Διάβολοι παγκοσμίως αλλά έχουν μια περίεργη ιδιότητα. Μόλις πλησιάζουν την Κύπρο, μετατρέπονται σε Αγγέλους». (σελ. 48). Ενώ παραπέμπει και στον Τούρκο κομουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, ο οποίος είχε πει ότι «η Κύπρος ήταν πάντοτε ελληνική» (εφ. Αυγή, φύλ. 174, 1955)
Επικριτικός είναι ο Δ.Κ. και προς τον Ν. Κοτζιά, σε αντίθεση με την εικόνα που υπάρχει στην Κύπρο. Η κριτική του εδράζεται, πρωτίστως, στα όσα είπε στη περίφημη συνέντευξή του στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων DPA, στις 21.1.17: «φτιάχνουμε Συνθήκη για μια Ομοσπονδιακή Κύπρο. Οι Τουρκοκύπριοι […] θα έχουν βέτο σε όλα τα σημαντικά ζητήματα. Και το Ανώτατο Δικαστήριο θα έχει τέσσερις δικαστές από κάθε εθνική ομάδα». Θέσεις που οδηγούν ευθέως στην κατάλυση της κυριαρχίας του κυπριακού κράτους, που είναι αναμφίβολα και ο μέγιστος κίνδυνος. Γιατί, όπως υποστηρίζει και ο Δ.Κ., αυτός είναι ο μόνιμος στόχος ήδη από το 1960 των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Κι αυτό γιατί «το κυπριακό κράτος προέκυψε ως αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1955-59, ενός από τους επιτυχέστερους εθνικοαπελευθερωτικούς, αντιαποικιακούς αγώνες παγκοσμίως» (σελ. 84). Το συγκεκριμένο στοιχείο όχι μόνον λησμονείται, αλλά γίνεται επίμονη προσπάθεια να αναστραφεί, στη συνείδηση των Ελληνοκυπρίων, ως μέγα λάθος. Από τότε, κατά το συγγραφέα, έγιναν «τέσσερις προσπάθειες κατάλυσης του κυπριακού κράτους 1963-64, 1974, 2004 και η εν εξελίξει στη Γενεύη»(σελ. 160). Κι αυτό γιατί; Γιατί δεν πρέπει να υπάρχει ένα κυρίαρχο κράτος σ’ ένα από τα σημαντικότερα γεωπολιτικά σημεία του πλανήτη, και έτσι να προωθηθούν ευκολότερα οι μακροχρόνιοι σχεδιασμοί των κέντρων της παγκόσμιας πολιτικής, όπως είναι «η ιδέα ολοκλήρωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου σε μια (αντι-ρωσική) ζώνη αμερικανο-τουρκικής επιρροής» (σελ. 110). Και τώρα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να συμβεί αυτό, σύμφωνα με τον Δ.Κ.: σχεδιασμός των αγωγών και ευνοϊκή πολιτική συγκυρία σε Κύπρο και Ελλάδα –η τελευταία απόλυτα εξαρτημένη από τις ναυτικές δυνάμεις: ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Ισραήλ
Αλλά, μήπως, η απόλυτη παράδοση της ελληνοκυπριακής κυριαρχίας θα επιφέρει στην οντότητα που σχεδιάζεται την ειρήνη; Δυστυχώς, θα συμβεί το αντίθετο με «νέες αιματηρές διενέξεις» στο νησί «λόγω και του άδικου χαρακτήρα του και της αστάθειας των ρυθμίσεων που συνεπιφέρει, αντίθετων προς τις πιο βασικές και παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου»(σελ. 41). Ο Δ.Κ. αναλύει, μάλιστα, ενδελεχώς στο βιβλίο του την βρετανική πολιτική τού διαίρει και βασίλευε, που στόχευε στην μακροημέρευση της αποικιοκρατίας με τα διάφορα προσωπεία.
Ως εκ τούτου, ο στόχος πρέπει να είναι ένας και μόνον: η διατήρηση της κρατικής κυριαρχίας ως κόρην οφθαλμού, γιατί η κατάλυσή της «θα έχει τραγικές συνέπειες, μετατρέποντας και τους Έλληνες σε είδος νομαδικών ζώων χωρίς κανένα δικαίωμα». Το ζήτημα, επομένως, είναι «να αποκτήσουμε Κράτος και Δημοκρατία, όχι να χάσουμε και αυτά που έχουμε, γιατί μόνο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους έχουμε σήμερα έστω και μικρή δυνατότητα να επηρεάσουμε κάπως τις αποφάσεις που μας αφορούν» (σελ. 23)

Αυτό, όμως, δεν είναι θέμα των ολίγων αλλά είναι χρέος όλων γιατί, όπως σημειώνει ο Δ.Κ., «τα έθνη που δεν αντιστέκονται, που παραδίδουν την ψυχή τους πριν παραδώσουν το σώμα τους, δεν έχουν απολύτως κανένα μέλλον» (σελ. 89)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου